- θανατήριος
- θᾰνᾰτ-ήριος, ον,A v. θανατήσιος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θανατήριος — θανατήριος, ον (Α) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο … Dictionary of Greek